- υποτίμημα
- -ήματος, το / ὑποτίμημα, ΝΑ [ὑποτιμῶ]νεοελλ.το ποσόν κατά το οποίο ελαττώνεται η τιμή ενός αγαθούαρχ.η εκτιμώμενη αξία, η αξία σύμφωνα με τις εκτιμήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποτίμημα — το, ατος ποσό κατά το οποίο ελαττώνεται η αξία ενός πράγματος, έκπτωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιμητός — ή, ό / τιμητός, ή, όν, ΝΑ [τιμώ] 1. αυτός τού οποίου η αξία μπορεί να υπολογιστεί 2. ο άξιος τιμής, εκτίμησης αρχ. 1. αυτός που αξίζει να υπολογιστεί, να ληφθεί σοβαρά υπ όψιν («τὸ τοῡ χρόνου τιμητόν», Ιώσ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τιμητόν πρόστιμο … Dictionary of Greek